ψηλός

  • 101παντρεύω — και παντρεύγω 1. δίνω σε γάμο, νυμφεύω («ο κύρις σου γλήγορα σε παντρεύγει», Ερωτόκρ.) 2. (για παπά, δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ή κουμπάρο) στεφανώνω 3. μέσ. παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, έρχομαι σε γάμο 4. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παντρεμένος, η, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 102πανύψηλος — η, ο / πανύψηλος, ον, ΝΜ πάρα πολύ ψηλός, ο υψηλότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑψηλός] …

    Dictionary of Greek

  • 103παρύψηλος — ον, Μ ο κάπως ψηλός …

    Dictionary of Greek

  • 104περιμήκετος — ον, ΜΑ περιμήκης*, πολύ μακρύς ή πολύ ψηλός (α. «ἐλάτην... περιμήκετον», Ομ. Ιλ. β. «πυραμίδες περιμήκετοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιμήκης + κατάλ. ετος (πρβλ. πάγ ετος)] …

    Dictionary of Greek

  • 105περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …

    Dictionary of Greek

  • 106ρίον — τὸ, Α 1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ. β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.) 2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ. β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῑ», Ομ. Οδ.) 3. όρμος, κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης… …

    Dictionary of Greek

  • 107σημαφόρος — ο, Ν ψηλός πύργος ή ιστός, στην κορυφή τού οποίου εμφανίζονταν οπτικά σήματα με σημαίες, γεωμετρικά σχήματα ή φώτα για τη μετάδοση μυνημάτων σε μεγάλες αποστάσεις, στο παρελθόν, αλλά χρησιμοποιούμενος σήμερα κυρίως στη σιδηροδρομική και ναυτική… …

    Dictionary of Greek

  • 108σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 …

    Dictionary of Greek

  • 109σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… …

    Dictionary of Greek

  • 110σπαθάτος — η, ο, / σπαθᾱτος, άτη, ον, ΝΜ το αρσ. ως ουσ. ο σπαθάτος (στο Βυζ.) ο σπαθάριος νεοελλ. 1. αυτός που φέρει σπαθί 2. αξιωματικός 3. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, λυγερόκορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κατάλ. ᾶτος (πρβλ. κονταρ ᾶτος)] …

    Dictionary of Greek