ψηλαφίνδα

  • 1ψηλαφίνδα — ἡ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα)] …

    Dictionary of Greek