ψεύδεα
1ψευδέα — ψευδής lying neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ψευδής lying masc/fem acc sg (epic ionic) …
2ψεύδεα — ψεύ̱δεα , ψεῦδις masc/fem acc sg ψεύ̱δεα , ψεῦδος falsehood neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
3Eris (Mythologie) — Eris auf einer griechischen Darstellung (ca. 550 v. Chr.) Eris (griechisch Ἔρις, Personifikation von ἔρις Streit, Zank )[1], Tochter der Nyx[2], ( …
4ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… …