ψευδ-άνωρ

  • 1πειθάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ άνωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ψευδάνωρ — ορος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] …

    Dictionary of Greek