ψευδό-μαντις

  • 1φιλόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Α φιλομαντευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάντις «προφήτης, μάντης» (πρβλ. ψευδό μαντις)] …

    Dictionary of Greek