ψάφιγμα
1ψάφιγμα — ίγματος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφισμα …
2ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… …
3ψάπιγμα — και ψάφιγμα, ίγματος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφισμα …