Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψάρια

См. также в других словарях:

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόρρυγχα ψάρια — Ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στην Αφρική και ορισμένα είδη τους συγγενεύουν με τα γναθόστομα. Το ρύγχος τους είναι στραμμένο προς τα κάτω, μοιάζει με την προβοσκίδα του ελέφαντα και έχει ένα άνοιγμα στην άκρη. Σε ορισμένα είδη μόνο το μαλακό… …   Dictionary of Greek

  • ανάδρομα ή αναδρομικά ψάρια — Τα ψάρια που μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσουν τα αβγά τους (π.χ. σολομός, οξύρρυγχος κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • δισκοκέφαλοι — Ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια των εχενηιδών. Τα ψάρια αυτά κολυμπούν με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να κουράζονται και προσκολλώνται σε πλοία ή πάνω σε άλλα μεγαλύτερα ψάρια με τη βοήθεια ενός δίσκου που φέρουν στο κεφάλι τους. O δίσκος αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αλβουλίδες — Ψάρια της οικογένειας των κλουπεϊδών. Εμφανίστηκαν στην κατώτερη κρητιδική περίοδο. Τα ψάρια αυτά συνήθως δεν έχουν δόντια …   Dictionary of Greek

  • αφρόψαρα — Ψάρια που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας και εμφανίζονται πολλές φορές να αναπηδούν έξω από αυτήν, όταν διώκονται από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Αλιεύονται από τους ψαράδες πολύ εύκολα, με συρτή ή παραγάδι, επειδή η παρουσία τους… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»