-
1 рыба
-ы θ.1. ψάρι, ιχθύς•морская рыба θαλασσινό ψάρι•
маленькая рыба ψαράκι•
крупная -μεγάλο ψάρι•
жареная рыба τηγανητό ψάρι•
ловить -у πιάνω ψάρια, ψαρεύω, αλιεύω.
|| (ως αθρσ.) τα ψάρια•малеькая рыба τα μικρά ψάρια•
крупная рыба τα μεγάλα ψάρια.
2. άνθρωπος νωθρός, οκνός• αδιάφορος, ψυχρός.εκφρ.как, рыба в водо – σαν το ψάρι στο νερό (ελεύθερα, επιδέξια)•ни рыба ни мясо – τίποτε το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο, ένα και το αυτό. -
2 пруд
1. (место разлива реки) το λιμνάριο, η λίμνη 2. (искусственный водоём) η τεχνητή λίμνη στην οποία εκτρέφονται τα ψάρια, το ιχθυοτροφείοнерестовый - για εκκόλαψη. пруд-охладитель η δεξαμενή ψύξης пружин{}а{} το ελατήριο, разг. η σούσταтормозная - του φρένου/της πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пруд
-
3 рыба
1. зоол. о ιχθύς, разг. το ψάριглубоководные - ы τα αβυσσαία ψάρια, τα ψάρια του βυθούчастиковая - см. частик2. -ы (астр) οι Ιχθείες (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыба
-
4 удить
-
5 выметать
выметать 1-ечу, -ечешьρ.σ.μ.1. ρίχνω•-невод ρίχνω την τράτα.
2. (για ψάρια) γεννώ, αφήνω το γόνο.3. αναδίδω, αναφύω, πετώ(βλαστούς, στάχυα κ.τ.τ.).1. αναφύομαι, βλασταίνω.2. (για ψάρια) αποθέτω το γόνο.выметать 2-аю, -аешьρ.σ.μ.ράβω, φτιάχνω•выметать петли φτιάχνω κουμπότρυπες.
1. ράβομαι.2. φεύγω, το στρίβω. -
6 костистый
επ., βρ: -йот- -а, -о.1. οστώδης, χοντροκόκκαλος.2. βλ. костлявый (1 σημ.).3. (για ψάρια) ακανθώδης•-ые рыбы ακανθώδη ψάρια, που έχουν ακανθώδη σκελετό.
-
7 перекоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекопчённый, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.1. ξανακαπνίζω.2. παρακαπνίζω (κρέας, ψάρια κ.τ.τ.).3. καπνίζω, κάνω καπνιστό (όλα, πολλά)•перекоптить всю рыбу κάνω καπνιστά όλα τα ψάρια.
παρακαπν ίζομαι, γίνομαι πολύ καπνιστός. -
8 вылов
1. (процесс ловли) η αλιεία, το ψάρεμα 2. (улов) το αλίευμα, η ψαριά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылов
-
9 засолить
τοποθετώ σε άλμη, κάνω τουρσί, παστώνω- рыбу παστώνω τα ψάρια (πλ.).засолка 1. см. засол2. (шкур) το αλάτισμα τομαριών (των ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засолить
-
10 улов
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улов
-
11 шлюз
1. мор. ο υδροφράχτης, ο υδατο-φράχτης, η λεκάνη ανύψωσης των υδάτων 2. горн. о θάλαμοςη λεκάνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шлюз
-
12 водиться
водить||ся1. (находиться, иметься) βρίσκομαι, ὑπάρχω, είμαι:в озере водится много рыбы στή λίμνη ἐχει πολλά ψάρια·2. (с кем-л.) разг σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι:я с тобой не вожусь (в речи детей) δέν Λαίζω μαζί σου· ◊ это за ним водится τά κάνει κάτι τέτοια· как водится ὅπως συνηθίζεται. -
13 глубоководный
глубоководн||ыйприл μέ βαθειά νερά, βαθύς, βαθύΰδρος:\глубоководныйая река ὁ βαθύς ποταμός· \глубоководныйые рыбы οἱ ἀβυσσαίοι ίχθείς, τά ψάρια τοῦ βυθοῦ. -
14 делицть
дели́цтьнесов1. (на части) διαιρώ, χωρίζω, (δια)μοιράζω/ διανέμω, κατανέμω (распределять):\делицть поровну χωρίζω (или μοιράζω) σέ ίσα μέρη· \делицть пополам χωρίζω (или μοιράζω) στά δύο·2. мат διαι-ρῶ· 3.:\делицть с кем-л что-л. μοιράζομαι μέ κάποιον мы \делицтьли горе и радость μαζί μοιραζόμαστε τίς πίκρες καί τις χαρές· ◊ \делицть шкуру неубитого медведя погов. шутл.ха ψάρια στό γιαλό καί μεϊς τά τηγανίζουμε. -
15 медведь
медвед||ьм ἡ ἀρκοῦδα, ἡ ἄρκτος:белый \медведь ἡ λευκή ἄρκτος, ἡ πολική ἄρκτος· бурый \медведь ἡ καστανή ἀρκούδα· ◊ делить шкуру неубитого \медведья τά ψάρια στό γιαλό καί μείς τά τηγανίζουμε. -
16 окно
окно́с τό παράθυρο[ν], τό παραθύρι:слуховое \окно ὑ φεγγίτης. ὀκο с поэт. уст. τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός· ◊ в мгновение ока разг ἐν ριπή ὁφθαλμού· хоть видит \окно, да зуб неймет по-гов. φᾶτε μάτια ψάρια καί κοιλιά περίδρο-μο· \окно за \окно, зуб за зуб ὁφθαλμών ἀντί ὀφθαλμοῦ, καί ὁδόντα ἀντί ὁδόντος, -
17 пресноводныр
пресноводнырприл τοῦ γλυκοῦ νε-ροῦ:\пресноводныре рыбы τά ψάρια τοῦ γλυκοῦ νε-ροῦ. -
18 шкура
шку́р||аж τό τομάρι, τό πετσί:сдирать \шкурау γδέρνω τό πετσί· ◊ делить \шкурау неубитого медведя погов. τά ψάρια στό γυαλό καί μεϊς τά τηγανίζουμε· спустить \шкурау с кого-л. κάνω κάποιον νά βλαστη-μάει τήν ὠρα πού γεννήθηκε· драть \шкурау с кого-л. γδέρνω ζωντανό, πουλώ πανάκριβα· дрожать за свою \шкурау τρέμω γιά τό τομάρι μου· спасать свою \шкурау σώζω τό τομάρι μου. -
19 белоглазка
-и θ.ασπρόφθαλμος, λευηόφθαλμος, που έχει άσπρο κύκλο γύρω από τα μάτια (για πτηνά, ψάρια). -
20 ботать
ρ.δ.(διαλκ.) χτυπώ με το ραβδί το νερό, προγκίζω τα ψάρια. || χτυπώ, κροτώ.
См. также в других словарях:
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek
ελεφαντόρρυγχα ψάρια — Ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στην Αφρική και ορισμένα είδη τους συγγενεύουν με τα γναθόστομα. Το ρύγχος τους είναι στραμμένο προς τα κάτω, μοιάζει με την προβοσκίδα του ελέφαντα και έχει ένα άνοιγμα στην άκρη. Σε ορισμένα είδη μόνο το μαλακό… … Dictionary of Greek
ανάδρομα ή αναδρομικά ψάρια — Τα ψάρια που μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσουν τα αβγά τους (π.χ. σολομός, οξύρρυγχος κ.ά.) … Dictionary of Greek
δισκοκέφαλοι — Ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια των εχενηιδών. Τα ψάρια αυτά κολυμπούν με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να κουράζονται και προσκολλώνται σε πλοία ή πάνω σε άλλα μεγαλύτερα ψάρια με τη βοήθεια ενός δίσκου που φέρουν στο κεφάλι τους. O δίσκος αυτός… … Dictionary of Greek
αλβουλίδες — Ψάρια της οικογένειας των κλουπεϊδών. Εμφανίστηκαν στην κατώτερη κρητιδική περίοδο. Τα ψάρια αυτά συνήθως δεν έχουν δόντια … Dictionary of Greek
αφρόψαρα — Ψάρια που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας και εμφανίζονται πολλές φορές να αναπηδούν έξω από αυτήν, όταν διώκονται από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Αλιεύονται από τους ψαράδες πολύ εύκολα, με συρτή ή παραγάδι, επειδή η παρουσία τους… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek