1χιωδῶς — in Hp.Fract. indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2χιωδώς — Α επίρρ. κατά χιοειδή τρόπο, χιοειδῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + επίρρμ. κατάλ. ωδῶς μέσω ενός επίθ. *χιώδης] …
Dictionary of Greek