χῑέζω
1χιέζω — Α ιων. τ. βλ. χιάζω (Ι) …
2μιεστήρ — μιεστήρ, ὁ (Α) μιάστωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλη γραφή τού μιαστήρ* (πρβλ. χιέζω: χιάζω, πιέζω: πιάζω)] …
3χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… …