χῐτώνιον
1χιτώνιον — woman s frock neut nom/voc/acc sg …
2χιτωνίοις — χιτώνιον woman s frock neut dat pl …
3χιτωνίοισι — χιτώνιον woman s frock neut dat pl (epic ionic aeolic) …
4χιτωνίου — χιτώνιον woman s frock neut gen sg …
5χιτωνίων — χιτώνιον woman s frock neut gen pl …
6χιτωνίῳ — χιτώνιον woman s frock neut dat sg …
7χιτώνια — χιτώνιον woman s frock neut nom/voc/acc pl …
8ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …
9κιθώνιον — κιθώνιον, τὸ (Α) ιων. τ. χιτώνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνιον με μετάθεση τής δασύτητας] …
10χιτώνιο — το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών] (στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας νεοελλ. 1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο 2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων 3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου» στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται …
- 1
- 2