χῐτώνιον

  • 11-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 12γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …

    Dictionary of Greek

  • 13εχέσαρκος — ἐχέσαρκος, ον (Α) αυτός που εφαρμόζεται πάνω στη σάρκα, ο κατάσαρκος («ἐχέσαρκον χιτώνιον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + σαρξ, κός] …

    Dictionary of Greek

  • 14κιτώνιον — κιτώνιον, τὸ (Α) μικρός χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνιον με απώλεια τής δασύτητας] …

    Dictionary of Greek

  • 15προκιθώνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόρινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιθώνιον, ιων. τ. τού χιτώνιον «λεπτό ένδυμα πολυτελείας»] …

    Dictionary of Greek