χᾰρῐς

  • 61благодать — БЛАГОДАТ|Ь (905), И с. 1.Добро, благодеяние: не въздати зла противоу злоу. и бл҃годать творити напасть творѩщимъ. (τὸ εὐεργετεῖν) ПНЧ 1296, 11; никто же на нь быти можеть. нъ и ти мнѩщесѩ пакость творѩще. блг(д)ть творѩщихъ не хоуже ползоують.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 62благодѣть — БЛАГОДѢТ|Ь (77), И с. 1.Добро, благодеяние: Вьсѩ бо благодѣть отъ б҃а ѥсть. Изб 1076, 259 об.; подастьсѩ вамъ на бл҃гдѣть. б҃атьство на б҃атьство (χάρις ἐπὶ χάριτι) ФСт XIV, 213а. 2. Благодать; дар, милость (божья): блаженыи иже по истинѣ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 63Háris Alexíou — Χάρις Αλεξίου Haris Alexiou en co …

    Wikipédia en Français

  • 64επίχαρις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν Ρωμαία και μαρτύρησε με ξίφος κατά την εποχή του Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. * * * ἐπίχαρις, ι (AM) 1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι α)… …

    Dictionary of Greek

  • 65λιμνόχαρις — (I) και λιμνοχαρίς, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno < λίμνη) + charis (< χάρις)]. (II) λιμνόχαρις, άριτος, ὁ (Α) η ομορφιά, η… …

    Dictionary of Greek

  • 66περίχαρις — ι, ΜΑ γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χάρις (πρβλ. εύ χαρις)] …

    Dictionary of Greek

  • 67Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 68Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 69Благодать - ласка — У церковнослов янській мові термін благодать (подібно, як і гр. χάρις) мав декілька значень: 1. те, що приємне, красиве (Пс. 45:3; Прип. 3:22; Проп. 7:16); 2. прихильне ставлення, ласкавість, милість (Муд. 3:9; Лк. 2:52); 3. дар, прислуга; 4.… …

    Термінологічний довідник для богословів та редакторів богословських текстів

  • 70АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …

    Православная энциклопедия