χᾰρακτήρ

  • 71χαρακτηρικός — ή, όν, Α χαρακτηριστικός. επίρρ... χαρακτηρικῶς Α με χαρακτηρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. τού χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, ῆρος] …

    Dictionary of Greek

  • 72χαρακτηρολογία — η, Ν (ψυχολ.) όρος δηλωτικός τής ψυχολογικής διερεύνησης τών ατομικών χαρακτήρων, σε συνάρτηση με τα αίτια τα οποία επενεργούν καθοριστικά στην διαμόρφωση τους, με στόχο την ταξινόμηση τους κατά τύπους και ιδιοσυγκρασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 73Αλεξίου, Στυλιανός — I (Ηράκλειο Κρήτης 1921 –).Αρχαιολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… …

    Dictionary of Greek

  • 74Κρανιδιώτης, Νίκος — (Κερύνεια Κύπρου 1911 –). Κύπριος διπλωμάτης, λογοτέχνης και ιστορικός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία δευτεροβάθμιας… …

    Dictionary of Greek

  • 75Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος — (Λέσβος 1874 – Αθήνα 1956). Θεολόγος και συγγραφέας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λέσβο, στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (Ιεροσόλυμα), στη Χάλκη και στη Σάμο, σπούδασε θεολογία στην Πετρούπολη. Δίδαξε θεολογικά μαθήματα στη Σχολή του… …

    Dictionary of Greek

  • 76Σκιάς, Ανδρέας — Φιλόλογος και αρχαιολόγος (1861 1922). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και της Λιψίας. Διατέλεσε καθηγητής της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της… …

    Dictionary of Greek

  • 77haractir — haractír ( ruri), s.n. – Caracter. ngr. χαραϰτήρ (Gáldi 194). Este dublet al lui caracter, s.n., din fr. caractère. sec. XVIII, înv. Trimis de blaurb, 20.11.2007. Sursa: DER …

    Dicționar Român

  • 78ԳԻԾ — (գծի, ից կամ աց. եւ գծոյ, ոց.) NBH 1 0552 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. γραμμή linea Շարունակեալ տող, նիշ ձգեալ գրչաւ կամ լարիւ .... Ըստ երկրաչափից առ եւկղիդեայ. *Գիծ՝ երկարութիւն առանց լայնութեան, եւ բովանդակութիւն իւր յերկուս …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79ԳԻՐ — (գրոյ, ով, ոց, ովք.) NBH 1 0558 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. (լծ. Վր. ծէրիլի, հյ. ծիր, գիծ, քերումն.) γράμμα, γραφή, χαρακτήρ littera, character Տառ դրոշմեալ. նշանագիր. արձանագիր.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 80ԳԾԱԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 1 0562 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c, 12c, 15c գ. χαρακτήρ (լծ. հյ. խարան) τύπος, γραμμή character, nota impressa, lineamentum, exemplum, figura որ է ԳԾԱԳՐՈՒԹԻՒՆ, ԾՐԱԳԻՐ. Գծով եւ գրով յօրինեալ պատկեր, կնիք, տառ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)