χᾰρακτήρ

  • 61ευχαράκτηρος — εὐχαράκτηρος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία χαρακτηριστικά, ωραίο πρόσωπο, ο όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρακτήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 62κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …

    Dictionary of Greek

  • 63λευκοχαράκτηρος — λευκοχαράκτηρος, ον (Μ) αυτός που έχει λευκά χαρακτηριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χαρακτήρ (πρβλ. ευ χαράκτηρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 64μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …

    Dictionary of Greek

  • 65μεσαχαρακτήρ — μεσαχαρακτήρ, ὁ (Α) μέσος γραφικός χαρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χαρακτήρ. Για το α αντί ο βλ. λ. μεσάνυχτα] …

    Dictionary of Greek

  • 66οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… …

    Dictionary of Greek

  • 67προσχαρακτηρικώς — Α επίρρ. (αμφβλ. γρφ.) σύμφωνα με τον χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χαρακτήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 68υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 69χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 70χαρακτηριάζω — ΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] αποδίδω σε πρόσωπο ή πράγμα ένα ιδιαίτερο, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηρίζω αρχ. κόβω νομίσματα …

    Dictionary of Greek