χᾰμ-ουλκός

  • 1χαμουλκός — ο και η / χαμουλκός, ἡ, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. η σύριγγα 2. δίτροχο χαμηλό φορείο που χρησιμοποιείται κυρίως σε αλευρόμυλους ή σε αποθήκες για τη μεταφορά σάκων ή διαφόρων φορτίων 3. κάθε λείο ξύλο πάνω στο οποίο γλιστράει και μεταφέρεται ελκόμενο… …

    Dictionary of Greek