χᾰλεπότης
1χαλεπότης — difficulty fem nom sg …
2χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό …
3χαλεπότησιν — χαλεπότης difficulty fem dat pl …
4χαλεπότητα — χαλεπότης difficulty fem acc sg …
5χαλεπότητας — χαλεπότης difficulty fem acc pl …
6χαλεπότητες — χαλεπότης difficulty fem nom/voc pl …
7χαλεπότητι — χαλεπότης difficulty fem dat sg …
8χαλεπότητος — χαλεπότης difficulty fem gen sg …
9SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… …
10χαλεπτύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα τύς (πρβλ. φρασ τύς)] …
- 1
- 2