χάλχη

  • 1χάλχη — ἡ, Α βλ. κάλχη …

    Dictionary of Greek

  • 2κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που …

    Dictionary of Greek

  • 3χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …

    Dictionary of Greek

  • 4ghel(ē̆)ĝh- —     ghel(ē̆)ĝh     English meaning: a kind of metal     Deutsche Übersetzung: “Metallbezeichnung” (,Bronze, Kupfer, Eisen”)?     Material: O.C.S. *želě zo in želez(ь)nъ “ iron”, Ser. Cr. žè ljezo, Russ. želež o “iron”; Lith. geležì s and žem …

    Proto-Indo-European etymological dictionary