χϑόνιος
1χθόνιος — in masc nom sg χθόνιος in masc/fem nom sg …
2Χθονίος — masc nom sg …
3Χθόνιος — in masc nom sg …
4χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… …
5χθόνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στη γη. 2. αυτός που είναι μέσα στη γη: Οι αρχαίοι πίστευαν πως υπήρχαν και χθόνιοι θεοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6χθονίως — χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc acc pl (doric) χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc/fem acc pl (doric) …
7χθόνιον — χθόνιος in masc acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg χθόνιος in masc/fem acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg …
8χθονίων — χθόνιος in fem gen pl χθόνιος in masc/neut gen pl χθόνιος in masc/fem/neut gen pl …
9χθονιώτεροι — χθόνιος in masc nom/voc comp pl χθόνιος in masc nom/voc comp pl …
10Χθονίοιο — Χθόνιος in masc gen sg (epic) Χθονίος masc gen sg (epic) …