Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χώρια

  • 1 χώρια

    [хорьа] яг1р. отдельно, раздельно, врозь,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χώρια

  • 2 врозь

    επίρ.
    χώρια, χωριστά, ξέχωρα, κατ’ ιδίαν
    жить врозь ζω χώρια•

    дружба дружбой, а деньги врозь η φιλία είναι φιλία, όμως τα χρήματα χώρια•

    дело врозь идет η υπόθεση πάει κατά διαβόλου.

    Большой русско-греческий словарь > врозь

  • 3 врозь

    врозь χωριστά, χώρια
    * * *
    χωριστά, χώρια

    Русско-греческий словарь > врозь

  • 4 окружающий

    окружа||ющий
    - прич. от окружать·
    2. прил περιβάλλων, περιστοιχῶν:
    \окружающийющие селения τά πέριξ χωριά, τά γύρω χωριά· \окружающийющая среда (обстановка) τό περιβάλλον
    3. \окружающийющие мн. οἱ συγγενείς καί φίλοι.

    Русско-новогреческий словарь > окружающий

  • 5 отдельно

    επίρ.
    χωρισμένα, χωριστά, χώρια, ξεχωριστά, κατ ιδίαν•

    сын живт отдельно от родителей ο γιος ζει χώρια από τους γονείς.

    || μεμονωμένα, κατά μόνας.

    Большой русско-греческий словарь > отдельно

  • 6 отсадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει χώρια, ξεχωρίζω•

    шалуна за отдельный стол καθίζω το άτακτο παιδί σε άλλο τραπέζι.

    2. (για ζώα) χωρίζω•

    отсадить молодняк χωρίζω τα μικρά (νεαρά) ζώα.

    3. φυτεύω χώρια μεταφυτεύω.
    4. (απλ.) αποκόπτω, κόβω•

    отсадить палец топором κόβω το δάχτυλο με το τσεκούρι.

    5. (τεχ.) καθαρίζω με εξακόντιση υγρού ή αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отсадить

  • 7 раздел

    α.
    1. μοίρασμα, διανομή•

    раздел поля μοίρασμα του χωραφιού•

    раздел наследства μοίρασμα της κληρονομιάς.

    в -е χώρια•

    жить в -е ζω χώρια.

    2. τμήμα.
    3. σύνορο, χώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > раздел

  • 8 расселить

    -лю, -лишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расселенный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. εποικίζω, σπιτώνω,. στεγάζω.
    2. εποικίζω, στεγάζω χώρια, χωριστά.
    εποικίζομαι, σπιτώνομαι, στεγάζομαι. || στεγάζομαι χώρια.

    Большой русско-греческий словарь > расселить

  • 9 невежливость

    невежлив||ость
    ж ἡ ἀγένεια, ἡ χωρια-™-. ἡχοντροκοπιά.

    Русско-новогреческий словарь > невежливость

  • 10 отдельно

    отдельн||о
    нареч (ξε)χωριστά, χώρια:
    \отдельно стоящий μονήρης· он живет \отдельно ζει χωριστά.

    Русско-новогреческий словарь > отдельно

  • 11 отдельность

    отдельн||ость
    ж:
    в \отдельностьости χωριστά, χώρια.

    Русско-новогреческий словарь > отдельность

  • 12 помимо

    помимо
    предлог с род. п.
    1. (сверх, кроме) ἐκτός, χώρια:
    \помимо того ἐκτός ἀπό τό ὅτι· \помимо всего́ прочего ἐκτός ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα·
    2. (без участия) χωρίς νά:
    \помимо своей во́ли χωρίς νά τό θέλει· \помимо меня ἐν ἀγνοία μου.

    Русско-новогреческий словарь > помимо

  • 13 посиделки

    посиделки
    мн. ἡ βεγγέρα (στά χωριά τόν χειμώνα).

    Русско-новогреческий словарь > посиделки

  • 14 береговой

    επ.
    άκτιος, ακταίος, επάκτιος, παράκτιος•

    -ая дорога παράκτια οδός•

    береговой песок ο άμμος της ακτής•

    -ые деревни παράκτια (παραθαλάσσια) χωριά•

    -ая артиллерия παράκτιο (επάκτιο) πυροβολικό•

    -ое судоходство η ακτοπλοΐα•

    -ая оборона η παράκτια άμυνα•

    береговой житель παρόχθιος (παραθαλάσσιος) κάτοικος.

    Большой русско-греческий словарь > береговой

  • 15 вразброд

    επίρ.
    άτακτα, σκόρπια, -πιστά, ανάκατα, ανακατωμένα. || χώρια, χωριστά, όχι από κοινού•

    союзники действовали вразброд οι σύμμαχοι δρούσαν ο καθένας χωριστά.

    Большой русско-греческий словарь > вразброд

  • 16 вразнобой

    επίρ.
    (απλ.) σκόρπια, ασύμφωνα, χώρια, χωριστά.

    Большой русско-греческий словарь > вразнобой

  • 17 дальний

    επ..
    1. μακρινός•

    -ее расстояние μακρινή απόσταση•

    -ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.

    2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•

    -ие деревни απομακρυσμένα χωριά•

    в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.

    3. (γιά συγγένεια) μακρινός•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•

    -ее родство μακρινή συγγένεια.

    4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•

    человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•

    он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.

    εκφρ.
    без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές.

    Большой русско-греческий словарь > дальний

  • 18 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 19 особняком

    επιρ. ξέχωρα, χωριστά, χώρια, ιδιαίτερα, κατ ιδίαν, μεμονωμένα, κατά μό-νας•

    дом стоит особняком το σπίτι είναι μεμονωμένο•

    жить особняком ζω κατά μόνας (μόνος, -απομονωμένος).

    Большой русско-греческий словарь > особняком

  • 20 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

См. также в других словарях:

  • χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… …   Dictionary of Greek

  • χώρια — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, ξεχωριστά, ιδιαίτερα: Παντρεύτηκε και μένει χώρια απ τους γονείς του. 2. εκτός, πλην: Είναι τριάντα χρονών, χώρια τα καλοκαίρια. 3. παροιμ., «όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια», για κείνους που είναι κάπου, αλλά δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρία — χωρίον place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σ(υ)χώρια — η, Ν βλ. σ(υ)χώριο …   Dictionary of Greek

  • Δύο Χωριά — Ημιορεινός οικισμός (υψομ. 440 μ., 51 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τήνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • χωρί' — χωρία , χωρίον place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»