χύνω
1χύνω — χύνω, έχυσα βλ. πίν. 1 …
2χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …
3χύνω — χύ̱νω , χύνω pour aor subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres ind act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
4χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
6παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …
7χύνετον — χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 3rd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 2nd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour pres imperat act 2nd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 3rd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 2nd dual χύ̱νετον ,… …
8προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] …
9εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …
10επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] …