χωρ-ῑτικός

  • 1μαλλιτικός — μαλλιτικός, ή, όν (Μ) μάλλινος, κατασκευασμένος από μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. ιτικός (πρβλ. θιασ ιτικός, χωρ ιτικός)] …

    Dictionary of Greek