χωριστός
1χωριστός — separable masc nom sg …
2χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… …
3χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg …
5χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg …
6χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl …
7χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl …
8χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl …
9χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) …
10χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …