Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χωρισμός

См. также в других словарях:

  • χωρισμός — renewed execution masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμός — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση νεοελλ. 1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων») 2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά 3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού …   Dictionary of Greek

  • χωρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χωρίζω, η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός: Δεν τον αντέχω το χωρισμό από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. 2. διαχωρισμός, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα, προτίμηση. 3. διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρισμοῖς — χωρισμός renewed execution masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοί — χωρισμός renewed execution masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοῦ — χωρισμός renewed execution masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμούς — χωρισμός renewed execution masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῶν — χωρισμός renewed execution masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῷ — χωρισμός renewed execution masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμόν — χωρισμός renewed execution masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»