-
1 разделение
разделение с η διαίρεση· ο χωρισμός (разъединение)' \разделение труда η κατανομή της εργασίας* * *сη διαίρεση; ο χωρισμός ( разъединение)разделе́ние труда́ — η κατανομή της εργασίας
-
2 разлука
разлука ж о χωρισμός, ο αποχωρισμός" жить в \разлукае с кем-л. ζω μακριά από κάποιον* * *жο χωρισμός, ο αποχωρισμόςжить в разлу́ке с кем-л. — ζω μακριά από κάποιον
-
3 деление
делен||иес1. ἡ διαίρεση [-ις], ὁ χωρισμός:\деление на части ὁ χωρισμός σέ κομμάτια·2. биол. ἡ διαίρεση [-ις]·3. (на шкале) ἡ ὑποδιαίρεση [-ις]:термометр поднялся на три \делениеия τό θερμόμετρο ἀνέβηκε τρεϊς ὑποδιαιρέσεις. -
4 расслоение
рассло||ениес1. ὁ χωρισμός:\расслоение почвы ὁ σχηματισμός στρωσιγενῶν πετρωμάτων στό ἐδαφος·2. перен ἡ διαφοροποίηση[-ις], ὁ χωρισμός σέ κοινωνικά στρώματα. -
5 деление
-я ουδ.1. διανομή, διαμοιρασμός, μοίρασμα, διαμερισμός.2. διαίρεση, χωρισμός•деление общества на классы ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις•
деление клетки (βιολ.) η διαίρεση του κυττάρου.
3. (μαθ.) διαίρεση•деление дробей η διαίρεση κλασμάτων.
4. η γραμμή στη βαθμολογική κλίμακα (υποδιαίρεση)•ртуть в термометре поднялась на одно деление ο υδράργυρος στο θερμόμετρο ανέβηκε κατά μια γραμμή.
-
6 отделение
-я ουδ.1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..
2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.3. παραχώρηση.4. έκκριση•отделение слюны έκκριση σάλιου.
5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•отделение милиции αστυνομικό τμήμα.
7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.
8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα. -
7 периодизация
-и θ.χωρισμός σε περιόδους•периодизация истории ο χωρισμός της ιστορίας σε περιόδους.
-
8 районирование
-я ουδ.διαίρεση, χωρισμός σε επαρχίες•районирование областей χωρισμός των νομών σε επαρχίες.
-
9 зонирование
(в градостроительстве) о χωρισμός σε ζώνες/περιοχές (στην πολεοδομία)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зонирование
-
10 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
11 разъединение
1. (разделение, отделение) ο χωρισμός 2 эл. η αποσύνδεσηавтоматическое - (тлф.) αυτόματη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разъединение
-
12 расслоение
ο (δια)χωρισμός κατά στρώματαη αποκόλληση, η απολέπισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расслоение
-
13 расчленение
ο διαμελισμός, ο τεμαχισμός, η διαίρεση, ο χωρισμός- ять διαμελίζω, τεμαχίζωδιαιρώ, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчленение
-
14 сегментация
1. зоол. о διαμερισμός, ο χωρισμός 2. биол. о διαμερισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сегментация
-
15 сепарация
1. (отделение одного вещества от другого) о διαχωρισμός, ο χωρισμός 2. (отделение, обособление) о αποχωρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сепарация
-
16 изолированность
изоли́рова||нностьж ἡ ἀπομόνωση [-ις], ὁ χωρισμός, ἡ μόνωση [-ις]. -
17 отделение
отделен||иес I. (действие) ὁ (ἀπο-) χωρισμός, ἡ διαχώριση, ὁ ξεχωρισμός / ἡ ἀπόσπαση (отпадение)·2. (отдел в учреждении и т. п.) τό τμήμα:\отделение милиции τό ἀστυνομικό τμήμα· почтовое \отделениеτό ταχυδρομείον3. (у шкафа и т. п.) τό διαμέρισμα·4. (в концерте и т.п.) τό μέρος·5. воен. ἡ ὁμάδα, ἡ ὁμάς, ὁ οὐλαμός, ἡ ἐνωμοτία:пулеметное \отделение οὐλαμός πολυβόλων· стрелковое \отделение Ομάδα πεζικού. -
18 периодизация
периодизацияж ἡ διαίρεση (или ὁ χωρισμός) είς περιόδους. -
19 развод
разводм1. (супругов) τό διαζύγιο[ν], ὁ χωρισμός:они́ в \разводе εἶναι χωρισμένοι, εἶναι διαζευγμένοι·2. воен.:\развод караулов ἡ τοποθέτηση σκοπών. -
20 разделение
разделениес ὁ χωρισμός, ἡ διαίρεση[-ις]/ ἡ διανομή, ἡ κατανομή, ὁ διαμοιρασμός (распределение):\разделение труда́ ἡ κατανομή τής ἐργασίας.
См. также в других словарях:
χωρισμός — renewed execution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμός — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση νεοελλ. 1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων») 2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά 3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού … Dictionary of Greek
χωρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χωρίζω, η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός: Δεν τον αντέχω το χωρισμό από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. 2. διαχωρισμός, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα, προτίμηση. 3. διαζύγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρισμοῖς — χωρισμός renewed execution masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμοί — χωρισμός renewed execution masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμοῦ — χωρισμός renewed execution masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμούς — χωρισμός renewed execution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμῶν — χωρισμός renewed execution masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμῷ — χωρισμός renewed execution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμόν — χωρισμός renewed execution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek