χωριζω
1χωρίζω — separate pres subj act 1st sg χωρίζω separate pres ind act 1st sg …
2χωρίζω — χωρίζω, χώρισα βλ. πίν. 33 …
3χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …
4χωρίζω — χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια. 2. διαλέγω, προτιμώ. 3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κεχωρισμένα — χωρίζω separate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6κεχώρισθε — χωρίζω separate perf imperat mp 2nd pl χωρίζω separate perf ind mp 2nd pl χωρίζω separate plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7κεχώρισθον — χωρίζω separate perf ind mp 3rd dual χωρίζω separate perf ind mp 2nd dual χωρίζω separate plup ind mp 2nd dual (homeric ionic) …
8χωρίζεσθε — χωρίζω separate pres imperat mp 2nd pl χωρίζω separate pres ind mp 2nd pl χωρίζω separate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
9χωρίζετε — χωρίζω separate pres imperat act 2nd pl χωρίζω separate pres ind act 2nd pl χωρίζω separate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10χωρίζῃ — χωρίζω separate pres subj mp 2nd sg χωρίζω separate pres ind mp 2nd sg χωρίζω separate pres subj act 3rd sg …