χωρείδιον
1χωρίδιον — και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α υποκορ. τού χωρίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. τροχ ίδιον)] …
1χωρίδιον — και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α υποκορ. τού χωρίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. τροχ ίδιον)] …