Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χωρίστρα

  • 1 χωρίστρα

    [хористра] ουσ. Θ. пробор.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωρίστρα

  • 2 пробор

    α.
    χωρίστρα•

    прямой, косой ίσια, λοξή χωρίστρα•

    причска без -а κόμμωση χωρίς χωρίστρα.

    Большой русско-греческий словарь > пробор

  • 3 пробор

    Русско-греческий словарь > пробор

  • 4 пробор

    пробор
    м ἡ χωρίστρα:
    косой (прямой) · ἡ λοξή (ἰσια) χωρίστρα.

    Русско-новогреческий словарь > пробор

  • 5 пробрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό•

    пробрать бранный, βρ: -бран, -а, -о.

    1. (για ψύχος)• δυναμώνω, σφίγγω, πιάνω γερά...
    μτφ. κυριεύομαι, με πιάνει•

    его -ал страх τον έπιασε φόβος•

    е -ла дрожь την έπιασε τρεμούλα.

    2. μαλώνω, κατσαδιάζω• επιτιμώ.
    3. βοτανίζω, ξεχορταριάζω.
    4. φτιάχνω χωρίστρα (στηνκόμη).
    1. προχωρώ με δυσκολία (ανάμεσα από εμπόδια), διασχίζω με δυσκολία διεισδύω•

    пробрать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    2. εισδύω, εισχωρώ κρυφά•

    воры -лись в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > пробрать

  • 6 ряд

    -а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.
    1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•

    два -а домов δυο σειρές σπιτιών•

    ряд кресел σειρά πολυθρόνων•

    верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•

    солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•

    мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•

    сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•

    сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.

    2. διαδοχή•

    ряд поколений σειρά γενεών•

    ряд веков σειρά αιώνων•

    ряд дней σειρά ημερών.

    3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•

    служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.

    4. αράδα, κομπολόι•

    молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•

    рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•

    овощные -ы τα λαχανάδικα.

    5. η χωρίστρα των μαλλιών.
    6. γραμμή•

    трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.

    || αλληλουχία, ακολουθία.
    εκφρ.
    в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•
    из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•
    в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > ряд

См. также в других словарях:

  • χωρίστρα — η, Ν 1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω 2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. σφουγγαρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • χωρίστρα — η 1. θηλ. του χωριστής, αυτή που χωρίζει. 2. η γραμμή διαχωρισμού των τριχών της κεφαλής σε δύο μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • υδροκρίτης — Όρος της γεωφυσικής, που σημαίνει το υψηλότερο σημείο ή γραμμή ενός εδαφικού εξογκώματος στο οποίο τα νερά της βροχής διαχωρίζονται σε διάφορες κατευθύνσεις. Οι αγρότες χρησιμοποιούν για τον προσδιορισμό του όρου αυτού τη λέξη «νερο χωρίστρα». *… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • χωριστής — ο θηλ. χωρίστρα αυτός που χωρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»