-
1 χωρίς
[хорнс] κρόθ. без.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωρίς
-
2 абзтаб[μπισχαράκηρνυΐ] επ. χωρίς χαρακτήρα
[μπισχβόστυϊ] επ. άνουροςРусско-греческий новый словарь > абзтаб[μπισχαράκηρνυΐ] επ. χωρίς χαρακτήρα
-
3 абзтаб[μπισχαράκηρνυϊ] επ χωρίς χαρακτήρα
[μπισχβόστυϊ] επ άνουροςРусско-эллинский словарь > абзтаб[μπισχαράκηρνυϊ] επ χωρίς χαρακτήρα
-
4 безрезультатно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безрезультатно
-
5 беспалубный
χωρίς κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспалубный
-
6 бесплановый
χωρίς σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплановый
-
7 бессюжетный
χωρίς υπόθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бессюжетный
-
8 бесшовный
χωρίς/δίχως ραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесшовный
-
9 вразбивку
χωρίς σειρά/τάξηανακατωτάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вразбивку
-
10 непоследовательно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непоследовательно
-
11 без
κ. безо πρόθεση με γεν.1. χωρίς, δίχως, άνευ•без денег χωρίς χρήματα•
без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•
без потерь χωρίς απώλειες•
без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•
без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•
без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•
без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•
вести χωρίς είδηση.
2. παρά•без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.
|| κοντά, σχεδόν, περίπου•служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•
не без того υπάρχει δόση αλήθειας.
-
12 без
без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε* * *χωρίς, δίχωςбез исключе́ния — χωρίς εξαίρεση
без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία
без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε
-
13 безуспешно
-
14 вне
вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ* * *έξω, εκτόςвне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)
вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
••вне себя́ — έξω φρενών
вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία
вне игры́ — спорт. όφσαϊντ
-
15 церемония
церемония ж η τελετή ◇ без \церемонияй χωρίς τύπους; χωρίς καμώματα (разг.)* * *жη τελετή••без церемо́ний — χωρίς τύπους; χωρίς καμώματα (разг.)
-
16 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
17 сухой
επ., βρ: сух, -а, -о; суше.1. ξηρός• στεγνός•-йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•
сухой порох στεγνή μπαρούτη•
сухой хлеб ξηρό ψωμί•
-йе глаза άκλαυτα μάτια•
ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•
-ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•
-ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•
сухой кашель ξερόβηχας•
плеврит ξηρή πλευρίτιδα•
-йе волосы στεγνά μαλλιά.
2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•-ая малина ξηραμένα σμέουρα•
-йе фрукты ξηραμένα φρούτα•
-ие овощи ξηραμένα λαχανικά•
-ое молоко γαλακτόσκονη.
3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•сухие ноги τα κανιά•
-ая рука ξερακιανό χέρι.
4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).
εκφρ.- ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•сухой лд – ξηρός πάγος•- ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•- им путм – δια ξηράς (μετάβαση). -
18 так
1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•
не говори έτσι να μη μιλάς•
именно так έτσι ακριβώς•
вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.
2. επίρ. τόσο•-я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.
|| επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.
3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.
4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.
5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.6. μόριο• α τίποτε•что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.
7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•
так согласен? δηλαδή συμφωνείς;
8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•так это он ναι αυτός είναι.
9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.
10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.11. όμως, αλλά•отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.
εκφρ.за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•(и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•(и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•не так чтобы – όχι και τόσο•тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•так его (е, их – κλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•так и так – κι έτσι•я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•так и есть – έτσι και είναι•так и знай – έτσι και να ξέρεις•так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•так-то (вот) – να πως•так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•так только – απλώς μόνο και μόνο•так точно – έτσι ακριβώς. -
19 упряжка
-и θ.1. (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο.2. ζευγμένα ζώα.3. παλ. διαδρομή από σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(διαλκ.) μια οργωσιά (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(απλ..) βάρδια.4. βλ. упряжь (1 σημ.).εκφρ.быть в -е – είμαι κατάλληλος για ζέψιμο•годиться в -е – κάνω για ζέψιμο. -
20 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
См. также в других словарях:
χωρίς — separately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek
χωρίς — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, χώρια, δίχως: Ήρθε χωρίς τη γυναίκα του. 2. φρ., «χωρίς άλλο», εξάπαντος, δίχως άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γιατροί Χωρίς Σύνορα — Ανεξάρτητη ανθρωπιστική οργάνωση, που έχει σκοπό την ανθρωπιστική αλληλεγγύη, και συγκεκριμένα την παροχή ιατρικής βοήθειας οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή φύλο. Στόχος της επίσης είναι και η… … Dictionary of Greek
Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek