χωλός
1χωλός — lame masc nom sg …
2χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… …
3χωλός — ή, ό αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια, ο κουτσός, ο κουτσοπόδαρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χωλά — χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5χωλόν — χωλός lame masc acc sg χωλός lame neut nom/voc/acc sg …
6χωλαί — χωλός lame fem nom/voc pl …
7χωλούς — χωλός lame masc acc pl …
8χωλέ — χωλός lame masc voc sg …
9χωλή — χωλός lame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10χωλήν — χωλός lame fem acc sg (attic epic ionic) …