χωλός

  • 81Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… …

    Dictionary of Greek

  • 82Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …

    Dictionary of Greek

  • 83Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …

    Dictionary of Greek

  • 84Λατινική Νομισματική Ένωση — Διεθνής οικονομική οργάνωση. Συγκροτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1865 αρχικά από τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ενώ το 1868 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Σκοπός της Λ.Ν.Ε. ήταν ο διακανονισμός του ισχύοντος νομισματικού… …

    Dictionary of Greek

  • 85ԿԱՂ — (ի, իւ, աց. իւք կամ օք.) NBH 1 1036 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 13c, 14c ա. (լծ. յն. խօլօ՛ս, գիլլօ՛ս. լտ. գլաւ՛տուս). χωλός , κυλλός claudus. Խեղ ոտիւք կամ ոտամբ. հաշմ ոտիւք. կամ բեկեալ կամ թիւրեալ, կամ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 86ՄԻԱՁԵՌԱՆԻ — ( ) NBH 2 0267 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա.մ. ՄԻԱՁԵՌԱՆԻ ՄԻԱՁԵՌՆ. χωλός debilis, mancus. Ունօղ կամ ունելով զմի եւեթ ձեռն. փեցի. ... *Միաձեռանի մտանել ʼի կեանս. Մտթ. ՟Ժ՟Ը. 8: *Մտանել ʼի կեանս՝ կաղ, կամ միաձեռն. Շ. յկ. ՟Ծ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 87ՄԻԱՁԵՌՆ — ( ) NBH 2 0267 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ա.մ. ՄԻԱՁԵՌԱՆԻ ՄԻԱՁԵՌՆ. χωλός debilis, mancus. Ունօղ կամ ունելով զմի եւեթ ձեռն. փեցի. ... *Միաձեռանի մտանել ʼի կեանս. Մտթ. ՟Ժ՟Ը. 8: *Մտանել ʼի կեանս՝ կաղ, կամ միաձեռն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 88χωλοῖο — ἀποχωλόομαι to be made quite lame pres opt pass 2nd sg χωλάω pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) χωλόομαι to become lame pres opt mp 2nd sg χωλός lame masc/neut gen sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 89χωλοῖς — χωλάω pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic) χωλός lame masc/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 90χωλοῖσι — χωλάω pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) χωλός lame masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)