χωλός
71φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… …
72χειρόχωλος — ον, Α αυτός που έχει ακρωτηριασμένο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + χωλός «κουτσός»] …
73χωλαίνω — ΝΜΑ [χωλός] 1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό 2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ. β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ. γ.… …
74χωλοκράββατον — τὸ, Α το χωλοκραβ (β)άτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + κράββατος «κρεβάτι»] …
75χωλοποιός — όν, ΜΑ (ειρωνικά για τον Ευριπίδη) αυτός που κάνει κουτσούς τους ήρωές του, που παρουσιάζει στη σκηνή πρόσωπα τα οποία κουτσαίνουν μσν. ο χωλόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ποιός*] …
76χωλοπόδης — και χωλοιπόδης, ὁ, Μ χωλόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης] …
77χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… …
78χωλώς — Μ επίρρ. βλ. χωλός …
79ωτότμητος — ον, Α ο ακρωτηριασμένος στα αφτιά («ἄνθρωπος τυφλός, ἢ χωλός, ἢ κολοθόριν, ἢ ὠτότμητος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό τμητος] …
80Αλεξίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μουσικός (1ος αι. π.Χ.) που έγραψε το σύγγραμμα Περί αυλών.Ταυτίζεται με τον Άλεξι (βλ. λ.). 2. Γραμματικός (1ος αι. μ.Χ.), γνωστός και ως Α. ο Χωλός. Συνέταξε παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη.3. Ο από Βηθαγάθωνος (4ος αι …