χωλός

  • 61κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι …

    Dictionary of Greek

  • 62νύσος — νῡσος, ὁ (Α) (λέξη τών Συρακοσίων) χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 63ορθόκυλλος — ὀρθόκυλλος, ον (Α) ορθόκωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κυλλός «χωλός»] …

    Dictionary of Greek

  • 64παγανό — το, και παγανός, ο 1. συν. στον πληθ. τα παγανά (λαογρ.) δαιμόνια, ξωτικά που ο λαός πίστευε ότι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τού δωδεκαήμερου, καλικάντζαροι 2. (ο τ. τού αρσ.) (σκωπτικά) άνθρωπος χωλός ή με άλλο εμφανές σωματικό ελάττωμα.… …

    Dictionary of Greek

  • 65προσαιτώ — έω, ΜΑ [αἰτῶ] ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω αρχ. 1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως 2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 66σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …

    Dictionary of Greek

  • 67σκιμβάδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκιμβός «χωλός»] …

    Dictionary of Greek

  • 68σκιμβός — ή, όν, Α χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση τής λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 69συγχωλεύω — Α συγχωλαίνω* («οὐδὲ ταῑς συλλαβαῑς συγχωλεύων ὁ λογισμὸς ἑωρᾱτο», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωλεύω (< χωλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 70υπόχωλος — ον, Α [χωλός] λίγο κουτσός …

    Dictionary of Greek