χωλός

  • 41DIONYSIUS qui et Bacchus dicitur — vites et vini usum, atque ceterarum arborum fructus invenisse fertur. Vide Bacchus, Lenaeus, Liber, Lyaeus, etc. nomen quod attinet, Nonnus Panopolitan. a Νῦσος derivare videtur, quod est claudus, rationemque vocis istius reddit Bassaricôn l. 8.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 43άπους — ουν (AM ἄπους) αυτός που δεν έχει πόδια αρχ. 1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός 2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο …

    Dictionary of Greek

  • 44έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …

    Dictionary of Greek

  • 45ακρόχωλος — ἀκρόχωλος, ο (Μ) αυτός που κουτσαίνει ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χωλός] …

    Dictionary of Greek

  • 46αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …

    Dictionary of Greek

  • 47αμφιγυήεις — ἀμφιγυήεις, ο (Α) (ως επίθ. τού Ηφαίστου) αυτός που και από τα δυο του πόδια είναι χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίγυος + ομηρ. κατάλ. ήεις. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε για μετρικούς λόγους στην Ιλιάδα ως επίθ. τού Ηφαίστου] …

    Dictionary of Greek

  • 48αποχωλούμαι — ἀποχωλοῡμαι ( όομαι) (Α) καθίσταμαι εντελώς χωλός, αποκουτσαίνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 49διμεταλλισμός — Νομισματικό σύστημα με βάση δύο διαφορετικά μέταλλα (τον χρυσό και τον άργυρο), που συνδέονται μεταξύ τους με μια αντιστοιχία αξίας η οποία καθορίζεται από τον νόμο. Για να υπάρχει όμως δ. δεν είναι αρκετή η κυκλοφορία νομισμάτων που… …

    Dictionary of Greek

  • 50ενίγυιος — ἑνίγυιος, ον (Α) 1. ο ενωμένος σ ένα σώμα, ο συμφυής 2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek