χωλός
11χωλῶς — χωλός lame adverbial …
12χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …
13χώλ' — χωλά , χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) χωλέ , χωλός lame masc voc sg χωλαί , χωλός lame fem nom/voc pl …
14κλεψίχωλος — κλεψίχωλος, ον (Α) αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό χωλος, κατά χωλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …
15χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …
16πρόχωλος — ον, Α [χωλός] εντελώς χωλός, κουτσός …
17χωλίαμβος — ο, ΝΜΑ χωλός ίαμβος που επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα, τρίμετρος ιαμβικός στίχος με σπονδείο ή τροχαίο τον τελευταίο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ἴαμβος] …
18χωλεύω — ΜΑ [χωλός] μτφ. είμαι ατελής, έχω βασικές ελλείψεις, είμαι ελαττωματικός («πρὸς τὴν πίστιν χωλεύειν», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. χωλαίνω, καθιστώ κάποιον χωλό («αἱ ἀμαζόνες καὶ ἐχώλευον τὰ ἄρρενα τῶν παρ αὐταῑς γεννωμένων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (αμτβ.)… …
19χωλόπους — ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών τής οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου μσν. αρχ. χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρό πους. Η λ. με την επιστημον.… …
20χωλῶν — χωλάω pres part act masc voc sg χωλάω pres part act neut nom/voc/acc sg χωλάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) χωλάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) χωλός lame fem gen pl χωλός lame masc/neut gen pl …