Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χυμός πορτοκαλιού

  • 1 сок

    -а (-у), προθτ. о соке, в соку α.
    1. χυμός•

    сок дерева ο χυμός του δέντρου•

    яблочный сок χυμός μήλου•

    апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.

    || το υγρό (έκκριμα)•

    желудочный сок το γαστρικό υγρό.

    2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.
    3. δεψικό διάλυμα.
    εκφρ.
    - и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•
    в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•
    выжимать (жать, тянуть, сосатьκ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ).

    Большой русско-греческий словарь > сок

  • 2 апельсиновый

    апельсин||овый
    прил πορτοκαλενιος, ἀπό πορτοκάλι:
    \апельсиновыйовый сок ὁ χυμός πορτοκαλιοῦ, ἡ πορτοκάλάδα; \апельсиновыйовая роща ὁ πορτοκαλεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > апельсиновый

См. также в других словарях:

  • χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα …   Dictionary of Greek

  • μακλούρα — (Maclura pomifera). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Τέξας και των νοτιοδυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ., ενώ ο κορμός του είναι κοντός και φέρει ακανθωτά κλαδιά, από τα οποία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»