Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χυμός

См. также в других словарях:

  • χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα …   Dictionary of Greek

  • χυμός — ο 1. το υγρό που περιέχεται μέσα στις οργανικές ουσίες, το ζουμί. 2. το υγρό που σχηματίζεται στο στομάχι από τη μετατροπή των τροφών, ο γαστρικός χυμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμός — χῡμός , χυμός juice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ηδύχυμος — η, ο αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο γλυκόχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χυμος (< χυμός), πρβλ. δύσ χυμος, εύ χυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… …   Dictionary of Greek

  • καλόχυμος — η, ο 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και… …   Dictionary of Greek

  • νεκταρόχυμος — νεκταρόχυμος, ον (Μ) αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ χυμος, κακό χυμος] …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»