-
1 χυμός
[химос] ουσ. а. сок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χυμός
-
2 сок
-а (-у), προθτ. о соке, в соку α.1. χυμός•сок дерева ο χυμός του δέντρου•
яблочный сок χυμός μήλου•
апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.
|| το υγρό (έκκριμα)•желудочный сок το γαστρικό υγρό.
2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.3. δεψικό διάλυμα.εκφρ.- и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•выжимать (жать, тянуть, сосать – κ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ). -
3 виноградный
виноградный: \виноградныйая лоза το κλήμα, η κληματόβεργα \виноградныйое вино το κρασί από στα φύλι \виноградный сок о χυμός σταφυ λιού \виноградныйые листья τα κλημα τόφυλλα* * *виногра́дная лоза́ — το κλήμα, η κληματόβεργα
виногра́дное вино́ — το κρασί από σταφύλι
виногра́дный сок — ο χυμός σταφυίλιού
виногра́дные ли́стья — τα κληματόφυλλα
-
4 сок
-
5 сок
сокм ὁ χυμός, τό ζουμί:апельсиновый \сок ὁ χυμός πορτοκαλλιοῦ· желудочный \сок τό γαστρικό ὑγρό· ◊ в полном \соку́ στήν ἀκμή τής'ἡλικίας, ῶριμος· вариться в собственном \соку́ разг τραβιέμαι μόνος μου, ξεροτηγανίζομαι μοναχός μου. -
6 пасока
(сок из подрезов или корней растений) о χυμός των κορμών ή ριζών μερικών φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пасока
-
7 сок
ο χυμός, το ζουμίжелудочный - анат. το γαστρικό υγρόмлечный - (каучуконоса) το ελαστικό κόμμι (γάλα), το λάτεξплодовый - οπωρικών/φρούτων, ο φρουτοχυμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сок
-
8 томатный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > томатный
-
9 апельсиновый
апельсин||овыйприл πορτοκαλενιος, ἀπό πορτοκάλι:\апельсиновыйовый сок ὁ χυμός πορτοκαλιοῦ, ἡ πορτοκάλάδα; \апельсиновыйовая роща ὁ πορτοκαλεώνας. -
10 виноградный
виноград||ныйприл1. (относящийся к лозе) κλημάτινος, κληματένιος:\виноградныйная лоза τό ἀμπελοκλάδι, ἡ κλημα-τσίδα, ἡ κληματόβεργα· \виноградныйные листья τά ἀμπελόφυλλα, τά κληματόφυλλα·2. (от-носящийся к ягодам) σταφυλενιος:\виноградныйный сок ὁ χυμός τοῦ σταφυλιοῦ· \виноградныйное су́сло ὁ μοῦστος, τό γλεῦκος· \виноградныйная кисть τό τσαμπί, ὁ βότρυς· \виноградныйное виио τό κρασί, ὁ οίνος· \виноградныйный у́ксус τό σταφυλόξυδο. -
11 клюквенный
клюквенныйприл ἀπό ξινόμουρα:\клюквенныйенный сок ὁ χυμός ξινόμουρων \клюквенныйенный кисель τό κισέλι ἀπό ξινόμουρα. -
12 лимонный
лимонн||ыйприл ἀπό λεμόνι, τοϋ λεμονιού:\лимонный сок τό λεμονόζουμο, χυμός λεμονιού· \лимонныйая кислота τό κιτρικό[ν] ὀξύ. -
13 млечный
млечныйприл:Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας· \млечный сок бот. ὁ χυμός, ὁ γα-λακτώδης χυλός. -
14 морковный
морковныйприл ἀπό καρώτο, μέ κα-ρώτο:\морковный сок ὁ χυμός τοῦ καρώτου. -
15 томатный
томатныйприл τής ντομάτας:\томатныйный сок ὁ χυμός ντομάτας. -
16 фруктовый
фруктов||ыйприл ὁπωροφόρος:\фруктовыйое дерево τό ὁπωροφόρο δέντρο· \фруктовый сад ὁ ὁπωροφόρος κήπος· \фруктовый сок ὁ χυμός φρούτων· \фруктовый магазин τό φρουτάδικο, τό ὀπω-ροπωλεῖο[ν]. -
17 ягодный
ягодн||ыйприл τοῦ καρποῦ:\ягодный сок ὁ χυμός ἀπό καρπούς· \ягодныйое растение τό καρποφόρο φυτό. -
18 сок
[σόκ] ουσ. α. χυμός, ζουμί -
19 сок
[σόκ] ουσ α χυμός, ζουμί -
20 абрикосный
κ. абрикосовый, επ.της βερικοκκιάς ή του βερίκοκκου. || βερικοκκίσιος•-ое дерево η βερικοκκιά•
-ое варенье βερικοκκίσιο γλυκό•
-ный сок χυμός βερίκοκκου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα … Dictionary of Greek
χυμός — ο 1. το υγρό που περιέχεται μέσα στις οργανικές ουσίες, το ζουμί. 2. το υγρό που σχηματίζεται στο στομάχι από τη μετατροπή των τροφών, ο γαστρικός χυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμός — χῡμός , χυμός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
ηδύχυμος — η, ο αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο γλυκόχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χυμος (< χυμός), πρβλ. δύσ χυμος, εύ χυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
καλόχυμος — η, ο 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και… … Dictionary of Greek
νεκταρόχυμος — νεκταρόχυμος, ον (Μ) αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ χυμος, κακό χυμος] … Dictionary of Greek
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek