χυμοῖς

  • 1χυμοῖς — χῡμοῖς , χυμός juice masc dat pl χυμόω impart a taste pres opt act 2nd sg χυμόω impart a taste pres subj act 2nd sg χυμόω impart a taste pres ind act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2συνεξάγω — ΜΑ [ἐξάγω] προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.) 2. παθ …

    Dictionary of Greek