χρῡσ-ώπης

  • 1χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] …

    Dictionary of Greek