χρῡσ-ηλάκατος

  • 1φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] …

    Dictionary of Greek

  • 2πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] …

    Dictionary of Greek