χρῡσ-αστράγαλος

  • 1χρυσαστράγαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσούς αστραγάλους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει χρυσή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀστράγαλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2χρυσεόταρσος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρυσούς ταρσούς 2. αυτός που έχει χρυσά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + ταρσός «πόδι, αστράγαλος» (πρβλ. εὔ ταρσος)] …

    Dictionary of Greek