χρῡσο-χόος

  • 1χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …

    Dictionary of Greek

  • 2μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] …

    Dictionary of Greek

  • 3φυλλοχόος — ον, ΜΑ (για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος, χρυσο χόος] …

    Dictionary of Greek

  • 4χρυσοχόος — ο, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χρυσοχός Ν, και συνηρ. αττ. τ. χρυσοχοῡς Α τεχνίτης που κατεργάζεται τον χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα αρχ. αυτός που καθαρίζει χρυσοφόρο άμμο ή λειώνει χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χόος… …

    Dictionary of Greek

  • 5οικτροχοώ — οἰκτροχοῶ, έω (Α) φρ. «οἰκτροχοῶ φωνήν» τραγουδώ θλιβερό άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + χοῶ (< χόος < χέω «χύνω»), πρβλ. χρυσο χοώ] …

    Dictionary of Greek