χρῡσο-στεφής

  • 1ευστεφής — εὐστεφής, ές (Α) ευστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεφής (< στέφος (το) «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 2ηλιοστεφής — ές (για ύψωμα ή βουνοκορφή) στεφανωμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στεφης (< στέφος, το «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 3θεοστεφής — θεοστεφής, ές (AM) ο θεόστεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο *, + στεφής (< στέφος), πρβλ. ακανθο στεφής, χρυσο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 4πυριστεφής — ές, Α περικυκλωμένος από φωτιά («πυριστεφής εὐνή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής, χρυσο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 5νεοστεφής — ές (Α νεοστεφής, ές) αυτός που στέφθηκε πριν από λίγο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεόκρατος, ἐπὶ κρατῆρος, ὁ εἰς ὃν ἐγένετο νεωστὶ κρᾱσις οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. χρυσο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 6πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… …

    Dictionary of Greek

  • 7χρυσοστεφής — ές, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφής (< στέφος [τὸ] < στέφω), πρβλ. λευκο στεφής] …

    Dictionary of Greek