χρῡσο-κρόταλος

  • 1πολυκρόταλος — ον, Α αυτός που κροταλίζει πολύ, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόταλον (< κροτῶ), πρβλ. χρυσο κρόταλος] …

    Dictionary of Greek