χρόνῳ
1χρονώ — (I) έω, Α [χρόνος] χρονοτριβώ. (II) όω, Α [χρόνος] καθορίζω χρονικά …
2χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
3χρόνῳ — χρόνος time masc dat sg …
4χρόνωι — χρόνῳ , χρόνος time masc dat sg …
5χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …
6времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …
7υστεροχρονώ — έω, Α είμαι υστερόχρονος, μεταγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ, ὑπερ χρονῶ] …
8υπερχρονώ — έω, Α είμαι εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ] …
9Johannes Klimakos — Ikonographie der „Himmelsleiter“ Johannes Klimakos (griechisch Ἰωάννης Κλίμακος, * vor 579; † um 649)[1] war ein Heiliger, Mönch und griechischer asketischer Schriftsteller …
10Herodote — Hérodote Pour les articles homonymes, voir Hérodote (homonymie). Hérodote …