χρέος
1χρέος — that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg …
2χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …
3χρέος — το ους 1. καθετί που χρωστάει καθένας σε άλλον, κάθε οφειλή: Ξόφλησα το χρέος μου. 2. ηθική υποχρέωση, καθήκον: Οι φαντάροι μας στο αλβανικό μέτωπο έκαναν στο ακέραιο το χρέος τους. 3. στον πληθ., χρέη υπηρεσιακά καθήκοντα, έργο: Eκτελεί χρέη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χρείη — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρεία need fem nom/voc sg (epic ionic) χρή sum pres opt act 3rd sg …
5χρέεα — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χρέος that which one needs must pay neut nom/acc pl (attic epic ionic) …
6χρειῶν — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (attic epic doric) χρεία need fem gen pl χρείζω want fut part act masc nom sg (attic epic doric) χρεώ want fem gen pl (epic) …
7χρεῖος — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg χρεῖος masc/fem nom sg …
8χρείην — χρέος that which one needs must pay neut acc sg χρεία need fem acc sg (epic ionic) …
9χρείων — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (doric) χρεί̱ων , χρεῖος masc/fem/neut gen pl …
10χρέεσι — χρέος that which one needs must pay neut dat pl …