χρωματική

  • 71Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 72Γιαν, Γιαντς — (Χάαρλεμ 1619/20 – Ενχούιζεν 1662). Ολλανδός σχεδιαστής και χαράκτης. Ζωγράφισε θαλάσσιες νεκρές φύσεις που τις χαρακτηρίζει λεπτή χρωματική ευαισθησία και καλαίσθητη επιλογή και τοποθέτηση των αντικειμένων …

    Dictionary of Greek

  • 73Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …

    Dictionary of Greek

  • 74Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 75Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… …

    Dictionary of Greek

  • 76Γκουμιλιόφ, Νικολάι Στεπάνοβιτς — (Nikolay Stepanovich Gumilyov, Κροστάνδη 1886 – Πετρούπολη 1921). Ρώσος ποιητής. Το όνομά του συνδέεται με τον ακμεϊσμό, ρωσικό λογοτεχνικό ρεύμα στις αρχές του 20ού αι., του οποίου υπήρξε εμψυχωτής μαζί με τον Γκοροντέτσκι. Ο Γ. εξέφρασε με… …

    Dictionary of Greek

  • 77Γκρο, Αντουάν-Ζαν — (Antoine Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα Μεντόν, Σεν ε Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν.… …

    Dictionary of Greek

  • 78δασόβια φυλή — Ανθρώπινος τύπος, που ανήκει στον κορμό των νεγριδών, ιδιαίτερα διαδεδομένος στην περιοχή των δασών του ισημερινού της αφρικανικής ηπείρου, από το λεκανοπέδιο του Κονγκό έως τις ακτές του κόλπου της Γουινέας. Διακριτικά χαρακτηριστικά της δ.φ.… …

    Dictionary of Greek

  • 79δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 80εγκαυστική — Τεχνική της ζωγραφικής, η οποία χρησιμοποιεί το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωστικών ουσιών. Η ε. ήταν γνωστή και κατά την αρχαιότητα και χρησίμευε κυρίως για την εκτέλεση ζωγραφικών έργων πάνω σε μάρμαρο αλλά και σε ξύλο. Ο Πλίνιος στη… …

    Dictionary of Greek