χρωματική

  • 51συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 52τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… …

    Dictionary of Greek

  • 53τριχρωματικός — ή, ό, Ν αυτός που έχει φυσιολογική τη χρωματική αίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trichromatic < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + chromatic (< χρωματικός] …

    Dictionary of Greek

  • 54φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …

    Dictionary of Greek

  • 55φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …

    Dictionary of Greek

  • 56χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… …

    Dictionary of Greek

  • 57Αβέλι, Ξάντο Φραντσέσκο — (Xanto Francesco Avelli, περ. 1485 – 1542).Ιταλός ζωγράφος και κεραμουργός. Η περίοδος της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1530 έως το 1540. Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη χρωματική καλαισθησία… …

    Dictionary of Greek

  • 58ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… …

    Dictionary of Greek

  • 59Αντρέα ντελ Καστάνιο — (Andrea del Castagno, Καστάνιο ιν Μουτζέλο 1421 ; – Φλωρεντία 1457). Ιταλός ζωγράφος. Νεότατος ακολούθησε τις ζωγραφικές αντιλήψεις που είχαν διαδώσει στη Φλωρεντία ο Ντονατέλο και ο Μαζάτσιο. Το παλαιότερο σωζόμενο έργο του είναι οι νωπογραφίες… …

    Dictionary of Greek

  • 60απλανητικό — Αντικειμενικό οπτικό σύστημα που είναι ελεύθερο από σφαιρική χρωματική εκτροπή και παραμόρφωση. Αποτελείται από δύο χρωματικούς φακούς τοποθετημένους μπροστά και πίσω από το διάφραγμα. Στο α. ο αστιγματισμός, παρότι ελαττώνεται σημαντικά,… …

    Dictionary of Greek