χρωματική

  • 21Παπαλουκάς, Σπυρίδων — (Δεσφίνα Παρνασσίδας 1892 – Αθήνα 1957). Έλληνας ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της ελληνικής υπαίθρου. Από το 1909 μέχρι το 1916 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Παρίσι… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek

  • 23Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… …

    Dictionary of Greek

  • 24Chromatic genus — In Ancient Greek music theory, the chromatic genus (Greek: χρωματικό γένος or χρωματική) (also known as chrōma, from the Greek word χρώμα, colour ) is a genus of the tetrachord characterized by an upper interval of a minor third. The two middle… …

    Wikipedia

  • 25Diatonic and chromatic — Chromatic redirects here. For other uses, see Chromatic (disambiguation). Melodies may be based on a diatonic scale and maintain its tonal characteristics but contain many accidentals up to all twelve tones of the chromatic scale, such as the… …

    Wikipedia

  • 26Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 27άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …

    Dictionary of Greek

  • 28αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 29αχρωματικός — και αχρωστικός, ή, ό 1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό 2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός… …

    Dictionary of Greek

  • 30αχρωστικός — ή, ό φρ. «αχρωστικό σύστημα» οπτικό σύστημα με το οποίο βλέπουμε τα είδωλα των αντικειμένων χωρίς χρωματική εκτροπή …

    Dictionary of Greek