χρωματική

  • 121Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 122Σπαντίνι, Αρμάο — (Spadini). Ιταλός ζωγράφος (Φλωρεντία 1883 Ρώμη 1925). Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1910, αφού είχε αποχτήσει μια μικρή πείρα στη διακόσμηση των κεραμικών που είχε από τις βραχύχρονες σπουδές του στο Ινστιτούτο Τέχνης της Φλωρεντίας. Γρήγορα ο Σ.… …

    Dictionary of Greek

  • 123Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της …

    Dictionary of Greek

  • 124Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …

    Dictionary of Greek

  • 125Φερεκείδης, Νικόλαος — (1862 – 1929). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών και στην Ακαδημία του Μονάχου και ακολούθησε τον εμπρεσιονισμό με ιδιαίτερη έμφαση στη χρωματική διαύγεια. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Στο Βυζαντινό Mουσείο της… …

    Dictionary of Greek

  • 126φλιντ — Τύπος γυαλιού οπτικών ειδών που χαρακτηρίζεται από ισχυρό δείκτη διάθλασης και επομένως υψηλή ικανότητα διασποράς. Σε συνδυασμό με το γυαλί κρόουν, χρησιμοποιείται στην κατασκευή φακών και γενικά οπτικών συστημάτων με πρακτικά μηδενική χρωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 127Φρανκ, Σεζάρ - Oγκίστ — (Franck, Λιέγη 1822 – Παρίσι 1890). Βέλγος συνθέτης. Αν και ο πατέρας του τον έστρεψε από μικρό στη μουσική, με τη φιλοδοξία να τον κάνει παιδί θαύμα, ο Φ., περιέργως, μόνο πολύ αργά κατόρθωσε να αποκτήσει τη φήμη που του άξιζε. Αφού απέτυχε στις …

    Dictionary of Greek

  • 128Φράνκε — Γερμανός ζωγράφος (15ος αι.). Εργάστηκε στο Αμβούργο και είναι αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της γερμανικής ζωγραφικής των αρχών του 15ου αι. Ως ζωγράφος δέχτηκε πολλές επιδράσεις, από τις οποίες επικρατέστερες είναι ο… …

    Dictionary of Greek