χρωματική

  • 101Μπασάνο — I (Bassano). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Κορσικανών φιλελλήνων. 1. Αντόνιο (; – Ναύπλιο 1836). Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και διορίστηκε διοικητής μικρού πολεμικού στόλου στον Αμβρακικό και στον Κορινθιακό κόλπο.… …

    Dictionary of Greek

  • 102Μπλάσκο Ιμπάνιεθ, Βιθέντε — (Vicente Blasco Ibanez, Βαλένθια 1867 – Μεντόνε 1928). Ισπανός μυθιστοριογράφος. Επαναστάτης στα νιάτα του και φανατικός δημοκρατικός ως τα τελευταία του χρόνια (έγραψε εναντίον του Αλφόνσου ΙΓ’ και πέθανε εξόριστος), είχε ζωή τρικυμιώδη και… …

    Dictionary of Greek

  • 103Μπονάρ, Πιερ — (Pierre Bonnard, Φοντενέ ο Ροζ 1867 – Λε Κανέ, Παρίσι 1947). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Διαμορφώθηκε στην πιο δημιουργική στιγμή του ιμπρεσιονισμού και υπήρξε συνεχιστής του, παρά τον προσωπικό χαρακτήρα των έργων του. Γνώρισε τον Ντεγκά, το… …

    Dictionary of Greek

  • 104Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα …

    Dictionary of Greek

  • 105Ντελακρουά, Εζέν — (Ferdinand Victor Eugene Delacroix, Σεν Μορίς, Σαραντόν 1798 – Παρίσι 1863). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο αρχηγός της γαλλικής ρομαντικής σχολής και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Γιος αντιπρόσωπου της… …

    Dictionary of Greek

  • 106Ντελονέ, Ρομπέρ — (Robert Delaunay, Παρίσι 1855 – Μονπελιέ 1941). Γάλλος ζωγράφος. ΄Αρχισε το 1904 την ατομική του δραστηριότητα με έργα εμπνευσμένα διαδοχικά από τον νέο ιμπρεσιονισμό, από τον τελώνη Ρουσό, από τον Σεζάν και από τους κυβιστές, φτάνοντας στη… …

    Dictionary of Greek

  • 107Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …

    Dictionary of Greek

  • 108Ντόμπσον, Γουίλιαμ — (William Dobson, 1610 – 1646). Άγγλος ζωγράφος. Υπήρξε προσωπογράφος με ισχυρή προσωπικότητα σε μια εποχή που κυριαρχούσαν στην αγγλική ζωγραφική οι επιδράσεις των ξένων σχολών. Διαδέχτηκε τον Βαν Ντάικ, μετά τον θάνατό του, στο αξίωμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 109Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …

    Dictionary of Greek

  • 110Πιατσέτα, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piazzetta, Βενετία 1682 1754). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Βενετία, κοντά στον Αντόνιο Μολινάρι και από το 1703 μέχρι το 1711 στη Μπολόνια, κοντά στον Τζουζέπε Μαρία Κρέσπι. Ύστερα επέστρεψε στη Βενετία όπου και παράμεινε μέχρι τον θάνατό του …

    Dictionary of Greek