χρωματίζω

  • 61φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 62χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… …

    Dictionary of Greek

  • 63χροάζω — Α [χροιά / χρόα] χρωματίζω …

    Dictionary of Greek

  • 64χροιώ — έω, Α [χροιά] (με αιτ.) χρωματίζω …

    Dictionary of Greek

  • 65χρωματεύω — Α [χρῶμα, ατος] χρωματίζω …

    Dictionary of Greek

  • 66χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… …

    Dictionary of Greek

  • 67χρωματιστής — ο, Ν τεχνίτης που βάφει τοίχους και κουφώματα, ελαιοχρωματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος] …

    Dictionary of Greek

  • 68χρωματιστικός — ή, ό / χρωματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρωματίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρωματισμό ή στον χρωματιστή αρχ. μουσ. χρωματικός …

    Dictionary of Greek

  • 69χρωματιστός — ή, ό, Ν αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …

    Dictionary of Greek

  • 70χρωματώ — όω, Ν [χρώμα, ατος] (παλ. λόγιος τ.) χρωματίζω …

    Dictionary of Greek